- μηχανορράφος
- -ο (ΑΜ μηχανορράφος, -ον)(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που εφευρίσκει δόλια μέσα, ραδιούργος, δολοπλόκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιο-ρράφος, νευρο-ρράφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηχανορράφος — forming crafty plans masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορράφος — ο ο σκευωρός, ο δολοπλόκος: Την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης κατέστρεψαν οι μηχανορράφοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηχανορράφον — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem acc sg μηχανορράφος forming crafty plans neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορράφε — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορράφοι — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορράφοις — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορράφῳ — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορραφώ — (Α μηχανορραφῶ, έω) [μηχανορράφος] εφευρίσκω δόλια και απατηλά μέσα για να επιτύχω ατομικό όφελος, είμαι μηχανορράφος, σχεδιάζω πανουργίες, ραδιουργώ, δολοπλοκώ, βυσσοδομώ, σκευωρώ … Dictionary of Greek
αργαλειός — Το όργανο με το οποίο υφαίνουν, ο υφαντικός ιστός ή ανυφανταριό, ανυφαντήρι, αργαστήρι και γούβα. Λέγεται και εργαλειός και αργαλειοεργαλειό. Ο α. είναι γνωστός από τα πανάρχαια χρόνια (Όμηρος). Υπάρχουν τρία βασικά είδη α., ο πανήσιος, που είναι … Dictionary of Greek
αρχιμηχανητής — ἀρχιμηχανητής, ο (Μ) ο πρώτος μηχανορράφος, δηλαδή ο παμπόνηρος, ο πανουργότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μηχανητής < μηχανώμαι] … Dictionary of Greek